ἀστεισμοί

ἀστεισμοί
ἀστεισμός
wit
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Στήνια — Αθηναϊκή γιορτή, που γινόταν στο ιερό της Δήμητρας του Δήμου Άλιμου, στα μέσα του φθινοπώρου από έγγαμες μόνο γυναίκες. Τα Σ. αποτελούσαν το πρώτο μέρος της μεγάλης γιορτής των θεσμοφορίων, και γίνονταν σε ανάμνηση της ευχαρίστησης που είχε… …   Dictionary of Greek

  • ηδυλογία — η (Α ἡδυλογία) [ηδυλόγος] 1. το να μιλάει κάποιος γλυκά, ευχάριστα, η ευχάριστη ομιλία, το γλυκομίλημα 2. κολακεία, γαλιφιά αρχ. πληθ. αἱ ήδυλογίαι αστεϊσμοί …   Dictionary of Greek

  • μπήγω — και μπήζω και μπήχνω και μπήχτω (Μ μπήγω και σμπήγω και μπήσσω και μπήζω) εισάγω κάτι μέσα σε άλλο ή στο έδαφος ή σε στερεό σώμα με πίεση ή χτύπημα, καρφώνω, χώνω («τού γιου μου αρπάζω το σπαθί στα στήθη της τό μπήγω», Βιζυην.) νεοελλ. 1. τρώγω… …   Dictionary of Greek

  • φιλοσκώμμων — ον ΝΜΑ (στην νεοελλ. ως λόγιος τ.) αυτός που τού αρέσουν τα πειράγματα ή οι αστεϊσμοί. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + σκώμμων (< σκῶμμα «πείραγμα, αστεϊσμός»)] …   Dictionary of Greek

  • εξυπνάδα — η 1. το να είναι κάποιος έξυπνος, η ευφυΐα, η νοημοσύνη. 2. πονηριά, κατεργαριά, πανουργία. 3. έξυπνος αστεϊσμός ή έξυπνη ενέργεια: Έλεγε πολλές εξυπνάδες· ήταν σε φόρμα. 4. (ιδίως στον πληθ., εξυπνάδες), άνοστοι αστεϊσμοί, ανοησίες, χαζομάρες:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”